Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πόσες φορές

  • 1 сам...

    (παλ. κ. απλ.)• μαζί με τακτικά αριθμητικά δείχνει: α) πόσες φορές περισσότερο σπάρθηκε από πριν: сам...-друг δυό φορές• сам...-третей τρεις φορές• сам...-четвёрт τέσερις φορές• сам...-пят πέντε φορές• сам...-шест έξι φορές• сам...-сём εφτά φορές• сам...-осьмой οχτώ φορές• сам...-девят εννιά φορές• сам...-десят δέκα φορές. β) τόσοι, όσοι δείχνει το αριθμητικό, συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος: сам...-друг οι δυό μας• сам...-третей οι τρεις μας κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > сам...

  • 2 который

    который ποιος' \который из них? ποιος απ' αυτούς; \который раз? πόσες φορές; \который час? τι ώρα είναι;
    * * *

    кото́рый из них? — ποιος απ'αυτούς

    кото́рый раз? — πόσες φορές

    кото́рый час? — τι ώρα είναι

    Русско-греческий словарь > который

  • 3 который

    αντων.
    1. ερωτημ. ποιος;•

    который из этих двух? ποιος απ αυτούς τους δυό;

    2. ερωτημ. τι; πόσος;•

    который час? τι ώρα είναι;•

    -ему год? πόσα χρόνια ει

    αυτός;
    3. αόρ. κάποιος.
    4. αόρ. (με τα ουσ: раз, день, год κ.τ.τ.) όχι μια φορά, μέρα, χρόνο• συχνά•

    -раз я тебе это говори! πόσες φορές σου το έχω πει.

    5. αναφ. οποίος, ποιος, τι•

    с которых από πότε, από ποιόν (τι) καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > который

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • οποσαπλασίων — ὁποσαπλασίων, ον (Α) πόσες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. επίρρ... ὁποσαπλασιόνως (Α) κατά πόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὁποσαπλάσιος με αρχ. επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. διπλασ ίων, εικοσαπλασ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • συχνότητα — Στη φυσική, είναι ο αριθμός των κύκλων που διαγράφονται στη μονάδα του χρόνου από ένα φαινόμενο που μεταβάλλεται περιοδικά (κίνηση ενός εκκρεμούς, κίνηση ενός πλανήτη, ηχητικό κύμα, ηλεκτρομαγνητικό κύμα κλπ.). Είναι το αντίστροφο της περιόδου… …   Dictionary of Greek

  • αναμενόμενη τιμή — Στη θεωρία των πιθανοτήτων, η μέση τιμή ενός μεγέθους, n υπολογισμένη από τη συνάρτηση κατανομής f(n), που δείχνει πόσες φορές εμφανίζεται μία συγκεκριμένη τιμή του μεγέθους n. Ας υποθέσουμε ότι ένας μαθητής σε μια περίοδο μερικών χρόνων έδωσε… …   Dictionary of Greek

  • μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …   Dictionary of Greek

  • οποσαπλάσιος — ὁποσαπλάσιος, ία, ον (Α) 1. ὁποσαπλασίων* πόσες φορές μεγαλύτερος 2. (με το οὖν) ὁποσαπλασιοσοῡν όσες φορές περισσότερος και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + πλάσιος*] …   Dictionary of Greek

  • ποσάκις — ΝΜΑ και ποιητ. τ. ποσσάκι Α (ερωτημ.) πόσες φορές (α. «ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῑν τὰ τέκνα μου», ΚΔ β. «ποσάκις ἐν ἐλπίδι ἑκάτεροι γεγόνατε», Πλάτ.) αρχ. 1. (αόρ.) τόσες φορές 2. φρ. α) «οἱ ποσάκις ποσοὶ ἀριθμοί» οι τετράγωνοι αριθμοί β) «οἱ… …   Dictionary of Greek

  • διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… …   Dictionary of Greek

  • μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • οπόσος — η, ο (ΑΜ ὁπόσος, Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, η, ον) (αντων.) 1. όσο πολύς, όσο μεγάλος 2. (για αριθμό, ποσότητα, μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος 3. τόσο πολύς,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»